σάβανο
Greek
editNoun
editσάβανο • (sávano) n (plural σάβανα)
- shroud (cloth for wrapping the dead)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | σάβανο (sávano) | σάβανα (sávana) |
genitive | σαβάνου (savánou) σάβανου (sávanou) |
σαβάνων (savánon) σάβανων (sávanon) |
accusative | σάβανο (sávano) | σάβανα (sávana) |
vocative | σάβανο (sávano) | σάβανα (sávana) |
Related terms
edit- ασαβάνωτος (asavánotos, “unshrouded”, adjective)
- σαβάνωμα n (savánoma, “shrouding”)
- σαβανώνω (savanóno, “to wrap in shroud”)
- σαβανωτής m (savanotís)
- σαβανώτρια f (savanótria)
Further reading
edit- σάβανο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language