σανδάλι
Greek
editAlternative forms
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek σανδάλιον (sandálion, “sandal (light strap-shoe)”).[1]
Pronunciation
editNoun
editσανδάλι • (sandáli) n (plural σανδάλια)
- (formal) sandal
- Acropolis Museum, sculpture: Nike the "Sandalbinder" (in Greek, in English)
- [το γλυπτό] Παριστάνει μία φτερωτή Νίκη που τακτοποιεί το σανδάλι της ή το λύνει για να πατήσει, με γυμνά πόδια, τον ιερό χώρο του ναού της Αθηνάς. Από την κίνηση αυτή, δόθηκε στη Νίκη η συμβατική ονομασία «Σανδαλίζουσα».
- [to glyptó] Paristánei mía fterotí Níki pou taktopoieí to sandáli tis í to lýnei gia na patísei, me gymná pódia, ton ieró chóro tou naoú tis Athinás. Apó tin kínisi aftí, dóthike sti Níki i symvatikí onomasía «Sandalízousa».
- [the sculpture] It depicts a winged Nike who adjusts or unbinds her sandal in order to walk barefoot in the sacred area of the temple of Athena, a gesture that gave her the conventional name the "Sandalbinder".
- Acropolis Museum, sculpture: Nike the "Sandalbinder" (in Greek, in English)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | σανδάλι (sandáli) | σανδάλια (sandália) |
genitive | σανδαλιού (sandalioú) | σανδαλιών (sandalión) |
accusative | σανδάλι (sandáli) | σανδάλια (sandália) |
vocative | σανδάλι (sandáli) | σανδάλια (sandália) |
References
edit- ^ σανδάλι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language