σελίδα
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek σελίς (selís).
Pronunciation
editNoun
editσελίδα • (selída) f (plural σελίδες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | σελίδα (selída) | σελίδες (selídes) |
genitive | σελίδας (selídas) | σελίδων (selídon) |
accusative | σελίδα (selída) | σελίδες (selídes) |
vocative | σελίδα (selída) | σελίδες (selídes) |
Derived terms
edit- ασελιδοποίητος m (aselidopoíitos, “unpaginated”)
- ιστοσελίδα f (istoselída, “webpage”)
- πολυσέλιδος (polysélidos, “multipage”, adjective)
- πρωτοσέλιδος (protosélidos, “front page”, adjective)
- σελιδαρίθμιση f (selidaríthmisi, “page numbering”)
- σελιδοδείκτης f (selidodeíktis, “book marker”)
- σελιδοποίηση f (selidopoíisi, “pagination”)
- υποσέλιδο f (yposélido, “footer”)
- -σελιδος (-selidos)
Further reading
edit- σελίδα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language