σκάνταλο
Greek
editEtymology
editInherited from Koine Greek σκάνδαλον (skándalon) with -νδ- → -ντ- alteration.[1] Doublet of σκάνδαλο (skándalo).
Pronunciation
editNoun
editσκάνταλο • (skántalo) n (plural σκάνταλα)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκάνταλο (skántalo) | σκάνταλα (skántala) |
genitive | σκάνταλου (skántalou) | σκάνταλων (skántalon) |
accusative | σκάνταλο (skántalo) | σκάνταλα (skántala) |
vocative | σκάνταλο (skántalo) | σκάνταλα (skántala) |
Derived terms
edit- σκανταλιά f (skantaliá), σκανδαλιά f (skandaliá)
- σκανταλιάρης (skantaliáris), σκανδαλιάρης (skandaliáris)
- σκανταλιάρικος (skantaliárikos), σκανδαλιάρικος (skandaliárikos)
References
edit- ^ σκάνταλο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language