|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
στιγματίζω
|
στιγματίσω
|
στιγματίζομαι
|
στιγματιστώ
|
2 sg
|
στιγματίζεις
|
στιγματίσεις
|
στιγματίζεσαι
|
στιγματιστείς
|
3 sg
|
στιγματίζει
|
στιγματίσει
|
στιγματίζεται
|
στιγματιστεί
|
|
1 pl
|
στιγματίζουμε, [‑ομε]
|
στιγματίσουμε, [‑ομε]
|
στιγματιζόμαστε
|
στιγματιστούμε
|
2 pl
|
στιγματίζετε
|
στιγματίσετε
|
στιγματίζεστε, στιγματιζόσαστε
|
στιγματιστείτε
|
3 pl
|
στιγματίζουν(ε)
|
στιγματίσουν(ε)
|
στιγματίζονται
|
στιγματιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
στιγμάτιζα
|
στιγμάτισα
|
στιγματιζόμουν(α)
|
στιγματίστηκα
|
2 sg
|
στιγμάτιζες
|
στιγμάτισες
|
στιγματιζόσουν(α)
|
στιγματίστηκες
|
3 sg
|
στιγμάτιζε
|
στιγμάτισε
|
στιγματιζόταν(ε)
|
στιγματίστηκε
|
|
1 pl
|
στιγματίζαμε
|
στιγματίσαμε
|
στιγματιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
στιγματιστήκαμε
|
2 pl
|
στιγματίζατε
|
στιγματίσατε
|
στιγματιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
στιγματιστήκατε
|
3 pl
|
στιγμάτιζαν, στιγματίζαν(ε)
|
στιγμάτισαν, στιγματίσαν(ε)
|
στιγματίζονταν, (στιγματιζόντουσαν)
|
στιγματίστηκαν, στιγματιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα στιγματίζω ➤
|
θα στιγματίσω ➤
|
θα στιγματίζομαι ➤
|
θα στιγματιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα στιγματίζεις, …
|
θα στιγματίσεις, …
|
θα στιγματίζεσαι, …
|
θα στιγματιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … στιγματίσει έχω, έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … στιγματιστεί είμαι, είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … στιγματίσει είχα, είχες, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … στιγματιστεί ήμουν, ήσουν, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … στιγματίσει θα έχω, θα έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … στιγματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
στιγμάτιζε
|
στιγμάτισε
|
—
|
στιγματίσου
|
2 pl
|
στιγματίζετε
|
στιγματίστε
|
στιγματίζεστε
|
στιγματιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
στιγματίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας στιγματίσει ➤
|
στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
στιγματίσει
|
στιγματιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|