συνουσία
Greek
editPronunciation
editNoun
editσυνουσία • (synousía) f (plural συνουσίες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνουσία (synousía) | συνουσίες (synousíes) |
genitive | συνουσίας (synousías) | συνουσιών (synousión) |
accusative | συνουσία (synousía) | συνουσίες (synousíes) |
vocative | συνουσία (synousía) | συνουσίες (synousíes) |
Synonyms
edit- ερωτική συνεύρεση f (erotikí synévresi)
- ερωτική επαφή f (erotikí epafí)
- ζευγάρωμα n (zevgároma)
- σεξ n (sex)
Further reading
edit- συνουσία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el