Ancient Greek

edit

Etymology

edit

συν- (sun-) +‎ τέμνω (témnō) +‎ -ος (-os), in the o-grade.

Adjective

edit

σύντομος (súntomosm or f (neuter σύντομον); second declension

  1. (especially of a road, as in a shortcut) cut short, abridged
  2. (of language) concise, brief
  3. (of stature) short
  4. (of other things) short

Declension

edit

Derived terms

edit

Descendants

edit
  • Greek: σύντομος (sýntomos)
  • Translingual: Syntomus

References

edit

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek σύντομος (súntomos).

Adjective

edit

σύντομος (sýntomosm (feminine σύντομη, neuter σύντομο)

  1. short, curtailed (in extent)
  2. short, brief, quick (in duration)

Declension

edit
Declension of σύντομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σύντομος (sýntomos) σύντομη (sýntomi) σύντομο (sýntomo) σύντομοι (sýntomoi) σύντομες (sýntomes) σύντομα (sýntoma)
genitive σύντομου (sýntomou) σύντομης (sýntomis) σύντομου (sýntomou) σύντομων (sýntomon) σύντομων (sýntomon) σύντομων (sýntomon)
accusative σύντομο (sýntomo) σύντομη (sýntomi) σύντομο (sýntomo) σύντομους (sýntomous) σύντομες (sýntomes) σύντομα (sýntoma)
vocative σύντομε (sýntome) σύντομη (sýntomi) σύντομο (sýntomo) σύντομοι (sýntomoi) σύντομες (sýntomes) σύντομα (sýntoma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σύντομος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σύντομος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συντομότερος (syntomóteros) συντομότερη (syntomóteri) συντομότερο (syntomótero) συντομότεροι (syntomóteroi) συντομότερες (syntomóteres) συντομότερα (syntomótera)
genitive συντομότερου (syntomóterou) συντομότερης (syntomóteris) συντομότερου (syntomóterou) συντομότερων (syntomóteron) συντομότερων (syntomóteron) συντομότερων (syntomóteron)
accusative συντομότερο (syntomótero) συντομότερη (syntomóteri) συντομότερο (syntomótero) συντομότερους (syntomóterous) συντομότερες (syntomóteres) συντομότερα (syntomótera)
vocative συντομότερε (syntomótere) συντομότερη (syntomóteri) συντομότερο (syntomótero) συντομότεροι (syntomóteroi) συντομότερες (syntomóteres) συντομότερα (syntomótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συντομότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συντομότατος (syntomótatos) συντομότατη (syntomótati) συντομότατο (syntomótato) συντομότατοι (syntomótatoi) συντομότατες (syntomótates) συντομότατα (syntomótata)
genitive συντομότατου (syntomótatou) συντομότατης (syntomótatis) συντομότατου (syntomótatou) συντομότατων (syntomótaton) συντομότατων (syntomótaton) συντομότατων (syntomótaton)
accusative συντομότατο (syntomótato) συντομότατη (syntomótati) συντομότατο (syntomótato) συντομότατους (syntomótatous) συντομότατες (syntomótates) συντομότατα (syntomótata)
vocative συντομότατε (syntomótate) συντομότατη (syntomótati) συντομότατο (syntomótato) συντομότατοι (syntomótatoi) συντομότατες (syntomótates) συντομότατα (syntomótata)
edit
  NODES
Note 2