Greek

edit

Etymology

edit

τηλεφωνώ (tilefonó, to telephone) +‎ -μα (-ma)

Noun

edit

τηλεφώνημα (tilefóniman (plural τηλεφωνήματα)

  1. (communication) telephone call, phone call, call, telephone conversation

Declension

edit
Declension of τηλεφώνημα
singular plural
nominative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
genitive τηλεφωνήματος (tilefonímatos) τηλεφωνημάτων (tilefonimáton)
accusative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
vocative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
edit
  NODES
Note 1