τονισμός
Greek
editNoun
editτονισμός • (tonismós) m (plural τονισμοί)
- accentuation, stress (when speaking)
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
- the importance of stress and intonation
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | τονισμός (tonismós) | τονισμοί (tonismoí) |
genitive | τονισμού (tonismoú) | τονισμών (tonismón) |
accusative | τονισμό (tonismó) | τονισμούς (tonismoús) |
vocative | τονισμέ (tonismé) | τονισμοί (tonismoí) |
Related terms
edit- (force): πίεση f (píesi, “stress”)
- (orthography, emphasis): τόνος f (tónos, “accent, stress”)
- (mental strain): στρες m (stres, “stress”)
- (anxiety): άγχος n (ánchos, “strain”)
Further reading
edit- τονισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el