Greek

edit

Noun

edit

τονισμός (tonismósm (plural τονισμοί)

  1. accentuation, stress (when speaking)
    η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
    the importance of stress and intonation

Declension

edit
Declension of τονισμός
singular plural
nominative τονισμός (tonismós) τονισμοί (tonismoí)
genitive τονισμού (tonismoú) τονισμών (tonismón)
accusative τονισμό (tonismó) τονισμούς (tonismoús)
vocative τονισμέ (tonismé) τονισμοί (tonismoí)
edit
  • (force): πίεση f (píesi, stress)
  • (orthography, emphasis): τόνος f (tónos, accent, stress)
  • (mental strain): στρες m (stres, stress)
  • (anxiety): άγχος n (ánchos, strain)

Further reading

edit
  NODES
Note 1