Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ipeɾoˈɾia/
  • Hyphenation: υ‧πε‧ρω‧ρί‧α

Noun

edit

υπερωρία (yperoríaf (plural υπερωρίες)

  1. overtime work, after-hours work

Declension

edit
Declension of υπερωρία
singular plural
nominative υπερωρία (yperoría) υπερωρίες (yperoríes)
genitive υπερωρίας (yperorías) υπερωριών (yperorión)
accusative υπερωρία (yperoría) υπερωρίες (yperoríes)
vocative υπερωρία (yperoría) υπερωρίες (yperoríes)
  NODES