Greek

edit

Etymology

edit

Noun formed from Ancient Greek adjective ὐπόχρεος (upókhreos, indebted)

Pronunciation

edit

IPA(key): /ipoˈxɾeosi/

Noun

edit

υποχρέωση (ypochréosif (plural υποχρεώσεις)

  1. (law) obligation, duty, responsibility, liability
    Κανείς δεν έχει την υποχρέωση να κάνει αυτό που δεν θέλει.
    Kaneís den échei tin ypochréosi na kánei aftó pou den thélei.
    Nobody has an obligation to do what they don't want to.

Declension

edit
Declension of υποχρέωση
singular plural
nominative υποχρέωση (ypochréosi) υποχρεώσεις (ypochreóseis)
genitive υποχρέωσης (ypochréosis) υποχρεώσεων (ypochreóseon)
accusative υποχρέωση (ypochréosi) υποχρεώσεις (ypochreóseis)
vocative υποχρέωση (ypochréosi) υποχρεώσεις (ypochreóseis)

Older or formal genitive singular: υποχρεώσεως (ypochreóseos)

edit
  NODES
Note 1