υποχρέωση
Greek
editEtymology
editNoun formed from Ancient Greek adjective ὐπόχρεος (upókhreos, “indebted”)
Pronunciation
editNoun
editυποχρέωση • (ypochréosi) f (plural υποχρεώσεις)
- (law) obligation, duty, responsibility, liability
- Κανείς δεν έχει την υποχρέωση να κάνει αυτό που δεν θέλει.
- Kaneís den échei tin ypochréosi na kánei aftó pou den thélei.
- Nobody has an obligation to do what they don't want to.
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποχρέωση (ypochréosi) | υποχρεώσεις (ypochreóseis) |
genitive | υποχρέωσης (ypochréosis) | υποχρεώσεων (ypochreóseon) |
accusative | υποχρέωση (ypochréosi) | υποχρεώσεις (ypochreóseis) |
vocative | υποχρέωση (ypochréosi) | υποχρεώσεις (ypochreóseis) |
Older or formal genitive singular: υποχρεώσεως (ypochreóseos)
Related terms
edit- υποχρέωση διατροφής f (ypochréosi diatrofís, “alimony,maintenance payment”)
- υποχρεώνω (ypochreóno, “to force, oblige”)
- υποχρεωτικός (ypochreotikós, “obligatory”)
- υπόχρεος (ypóchreos, “indebted”)
- υποχρεωτικά (ypochreotiká, “compulsorily, obligatorily”)