χειριστής
Greek
editEtymology
editFrom Byzantine Greek χειριστής (kheiristḗs), equivalent to χειρίζομαι (cheirízomai, “to handle, to operate”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
Noun
editχειριστής • (cheiristís) m (plural χειριστές, feminine χειρίστρια)