Greek

edit

Adjective

edit

άπλερος (áplerosm (feminine άπλερη, neuter άπλερο)

  1. immature, young
  2. frail, delicate, slender

Declension

edit
Declension of άπλερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπλερος (ápleros) άπλερη (ápleri) άπλερο (áplero) άπλεροι (ápleroi) άπλερες (ápleres) άπλερα (áplera)
genitive άπλερου (áplerou) άπλερης (ápleris) άπλερου (áplerou) άπλερων (ápleron) άπλερων (ápleron) άπλερων (ápleron)
accusative άπλερο (áplero) άπλερη (ápleri) άπλερο (áplero) άπλερους (áplerous) άπλερες (ápleres) άπλερα (áplera)
vocative άπλερε (áplere) άπλερη (ápleri) άπλερο (áplero) άπλεροι (ápleroi) άπλερες (ápleres) άπλερα (áplera)
  NODES