Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἔγκῠος (énkuos).

Pronunciation

edit

Adjective

edit

έγκυος (égkyosm (feminine έγκυος or έγκυα, neuter έγκυο)

  1. pregnant
    Είμαι τεσσάρων μηνών έγκυος.
    Eímai tessáron minón égkyos.
    I am four months pregnant.

Declension

edit
Declension of έγκυος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έγκυος (égkyos) έγκυος (égkyos)
έγκυα (égkya)
έγκυο (égkyo) έγκυοι (égkyoi) έγκυοι (égkyoi)
έγκυες (égkyes)
έγκυα (égkya)
genitive έγκυου (égkyou) έγκυου (égkyou)
έγκυας (égkyas)
έγκυου (égkyou) έγκυων (égkyon) έγκυων (égkyon) έγκυων (égkyon)
accusative έγκυο (égkyo) έγκυο (égkyo)
έγκυα (égkya)
έγκυο (égkyo) έγκυους (égkyous) έγκυους (égkyous)
έγκυες (égkyes)
έγκυα (égkya)
vocative έγκυε (égkye) έγκυε (égkye)
έγκυα (égkya)
έγκυο (égkyo) έγκυοι (égkyoi) έγκυοι (égkyoi)
έγκυες (égkyes)
έγκυα (égkya)

Synonyms

edit
edit

Noun

edit

έγκυος (égkyosf (plural έγκυοι)

  1. pregnant woman, gravida

Declension

edit
Declension of έγκυος
singular plural
nominative έγκυος (égkyos) έγκυοι (égkyoi)
genitive εγκύου (egkýou) εγκύων (egkýon)
accusative έγκυο (égkyo) εγκύους (egkýous)
vocative έγκυε (égkye)
έγκυο (égkyo)
έγκυοι (égkyoi)

Further reading

edit
  NODES
Note 1