See also: εὐρύς

Greek

edit

Etymology

edit

Learned borrowing from Ancient Greek εὐρύς (eurús).

Adjective

edit

ευρύς (evrýsm (feminine ευρεία, neuter ευρύ)

  1. wide

Declension

edit
Declension of ευρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευρύς (evrýs) ευρεία (evreía) ευρύ (evrý) ευρείς (evreís) ευρείες (evreíes) ευρέα (evréa)
genitive ευρέος (evréos)
ευρύ (evrý)
ευρείας (evreías) ευρύ (evrý)
ευρέος (evréos)
ευρέων (evréon) ευρειών (evreión) ευρέων (evréon)
accusative ευρύ (evrý) ευρεία (evreía) ευρύ (evrý) ευρείς (evreís) ευρείες (evreíes) ευρέα (evréa)
vocative ευρύ (evrý) ευρεία (evreía) ευρύ (evrý) ευρείς (evreís) ευρείες (evreíes) ευρέα (evréa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευρύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευρύς, etc.)

Antonyms

edit
edit
  NODES
see 1