Greek

edit

Adjective

edit

μονόπλευρος (monóplevrosm (feminine μονόπλευρη, neuter μονόπλευρο)

  1. one-sided, single sided
  2. unilateral

Declension

edit
Declension of μονόπλευρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονόπλευρος (monóplevros) μονόπλευρη (monóplevri) μονόπλευρο (monóplevro) μονόπλευροι (monóplevroi) μονόπλευρες (monóplevres) μονόπλευρα (monóplevra)
genitive μονόπλευρου (monóplevrou) μονόπλευρης (monóplevris) μονόπλευρου (monóplevrou) μονόπλευρων (monóplevron) μονόπλευρων (monóplevron) μονόπλευρων (monóplevron)
accusative μονόπλευρο (monóplevro) μονόπλευρη (monóplevri) μονόπλευρο (monóplevro) μονόπλευρους (monóplevrous) μονόπλευρες (monóplevres) μονόπλευρα (monóplevra)
vocative μονόπλευρε (monóplevre) μονόπλευρη (monóplevri) μονόπλευρο (monóplevro) μονόπλευροι (monóplevroi) μονόπλευρες (monóplevres) μονόπλευρα (monóplevra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονόπλευρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονόπλευρος, etc.)

Synonyms

edit
  NODES