Greek

edit

Etymology

edit

Inherited from Byzantine Greek σίδερον (síderon), from Ancient Greek σίδηρος (sídēros). Doublet of σίδηρος (sídiros).

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ˈsi.ðe.ɾo/
  • Hyphenation: σί‧δε‧ρο

Noun

edit

σίδερο (síderon (plural σίδερα)

  1. (metallurgy) iron (the metal)
    Synonym: σίδηρος (sídiros)
  2. iron, smoothing iron, flat iron
    Synonym: σίδερο σιδερώματος (sídero siderómatos)
    Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή.To sídero eínai mia oikiakí syskeví.The iron is a domestic appliance.
    στη βράση κολλάει το σίδεροsti vrási kolláei to síderoto make hay while the sun shines

Declension

edit
Declension of σίδερο
singular plural
nominative σίδερο (sídero) σίδερα (sídera)
genitive σίδερου (síderou) σίδερων (síderon)
accusative σίδερο (sídero) σίδερα (sídera)
vocative σίδερο (sídero) σίδερα (sídera)
edit

Further reading

edit
  NODES
Note 1