συγκινώ
See also: συγκινῶ
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek συγκινῶ (sunkinô, “move together; to mentally rouse”), contracted form of συγκινέω (sunkinéō) from συν- (sun-, “with”) + κινέω (kinéo, “to move”). Equiavalent to (συν) συγ- + κινώ.[1]
Pronunciation
editVerb
editσυγκινώ • (sygkinó) (past συγκίνησα, passive συγκινούμαι, p‑past συγκινήθηκα, ppp συγκινημένος)
- (transitive) to move, touch, affect, thrill, excite (affect emotionally)
- Με συγκίνησε πολύ αυτή η ταινία. ― Me sygkínise polý aftí i tainía. ― That film really touched me.
- Μας συγκίνησε η ανιδιοτέλειά του. ― Mas sygkínise i anidiotéleiá tou. ― His selflessness moved us.
- (transitive, usually in a negative sentence) to appeal to, interest
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα κλασσική. ― Den me sygkineí i montérna klassikí. ― Modern classical (music) doesn't appeal to me.
Conjugation
editσυγκινώ, συγκινούμαι / συγκινιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγκινώ | συγκινήσω | συγκινούμαι - συγκινιέμαι1,2 | συγκινηθώ |
2 sg | συγκινείς | συγκινήσεις | συγκινείσαι - συγκινιέσαι | συγκινηθείς |
3 sg | συγκινεί | συγκινήσει | συγκινείται - συγκινιέται | συγκινηθεί |
1 pl | συγκινούμε | συγκινήσουμε, [-ομε] | συγκινούμαστε - συγκινιόμαστε | συγκινηθούμε |
2 pl | συγκινείτε | συγκινήσετε | συγκινείστε - συγκινιέστε, συγκινιόσαστε | συγκινηθείτε |
3 pl | συγκινούν(ε) | συγκινήσουν(ε) | συγκινούνται - συγκινιούνται, συγκινιόνται | συγκινηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγκινούσα | συγκίνησα - {συνεκίνησα}, | [[[συγκινούμουν]](α)] - συγκινιόμουν(α)1,2 | συγκινήθηκα |
2 sg | συγκινούσες | συγκίνησες | [συγκινούσουν(α)] - συγκινιόσουν(α) | συγκινήθηκες |
3 sg | συγκινούσε | συγκίνησε | συγκινούνταν - συγκινιόταν(ε) - {συγκινείτο}, {συνεκινείτο} | συγκινήθηκε |
1 pl | συγκινούσαμε | συγκινήσαμε | συγκινούμασταν, (‑ούμαστε) - συγκινιόμασταν, (‑ιόμαστε) | συγκινηθήκαμε |
2 pl | συγκινούσατε | συγκινήσατε | [συγκινούσασταν, (‑ούσαστε)] - συγκινιόσασταν, (‑ιόσαστε) | συγκινηθήκατε |
3 pl | συγκινούσαν(ε) | συγκίνησαν, συγκινήσαν(ε) | συγκινούνταν - συγκινιούνταν, (συγκινιόντουσαν) - {συγκινούντο}, {συνεκινούντο} | συγκινήθηκαν, συγκινηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγκινώ ➤ | θα συγκινήσω ➤ | θα συγκινούμαι - συγκινιέμαι ➤ | θα συγκινηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγκινείς, … | θα συγκινήσεις, … | θα συγκινείσαι - συγκινιέσαι, … | θα συγκινηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγκινήσει έχω, έχεις, … συγκινημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγκινηθεί είμαι, είσαι, … συγκινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγκινήσει είχα, είχες, … συγκινημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συγκινηθεί ήμουν, ήσουν, … συγκινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγκινήσει θα έχω, θα έχεις, … συγκινημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγκινηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | συγκίνησε | — | συγκινήσου |
2 pl | συγκινείτε | συγκινήστε | συγκινείστε - συγκινιέστε | συγκινηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγκινώντας ➤ | συγκινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγκινήσει ➤ | συγκινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγκινήσει | συγκινηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. 2. The second passive forms are mostly found in the imperfective tense. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
edit- συγκινημένος (sygkiniménos, “moved, touched”, participle)
Related terms
edit- ασυγκινησία f (asygkinisía, “apathy”)
- ασυγκίνητος (asygkínitos, “unmoved”, adjective)
- ευσυγκινησία f (efsygkinisía)
- ευσυγκίνητος (efsygkínitos)
- κατασυγκινώ (katasygkinó)
- συγκίνηση f (sygkínisi, “emotion”)
- συγκινησία f (sygkinisía)
- συγκινησιακός (sygkinisiakós)
- συγκινητικός (sygkinitikós, “moving, touching”)
- συγκινητικότητα f (sygkinitikótita)
- and see: κινώ (kinó, “move”)
References
edit- ^ συγκινώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language