Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
ακέραιος
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.2.1
Synonymes
1.2.2
Dérivés
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
ἀκέραιος
,
akeraios
(« pur »).
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
ακέραι
ος
ακέραι
α
ακέραι
ο
génitif
ακέραι
ου
ακέραι
ας
ακέραι
ου
accusatif
ακέραι
ο
ακέραι
α
ακέραι
ο
vocatif
ακέραι
ε
ακέραι
α
ακέραι
ο
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
ακέραι
οι
ακέραι
ες
ακέραι
α
génitif
ακέραι
ων
ακέραι
ων
ακέραι
ων
accusatif
ακέραι
ους
ακέραι
ες
ακέραι
α
vocatif
ακέραι
οι
ακέραι
ες
ακέραι
α
ακέραιος
(akéreos)
\a.ˈkɛ.ɾɛ.ɔs\
Entier
,
total
,
complet
.
Droit
,
honnête
,
loyal
.
Synonymes
modifier
αγαθός
Dérivés
modifier
ακεραιότητα