εξίσωση
Étymologie
modifier- Apparenté à εξισώνω, du grec ancien ἐξίσωσις, exíôsis (« réduction ») dérivé de ἐξισόω, exisóô (« égaliser »).
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εξίσωση | οι | εξισώσεις |
Génitif | της | εξίσωσης εξισώσεως |
των | εξισώσεων |
Accusatif | τη(ν) | εξίσωση | τις | εξισώσεις |
Vocatif | εξίσωση | εξισώσεις |
εξίσωση, exísosi \ɛ.ˈksi.sɔ.si\ féminin
- Égalisation.
- (Mathématiques) Équation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εξίσωση)