επιδημία
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επιδημία | οι | επιδημίες |
Génitif | της | επιδημίας | των | επιδημιών |
Accusatif | τη(ν) | επιδημία | τις | επιδημίες |
Vocatif | επιδημία | επιδημίες |
επιδημία, epidimía \Prononciation ?\ féminin
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επιδημία)