Étymologie

modifier
Du latin helianthus.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ηλίανθος οι  ηλίανθοι
Génitif του  ηλίανθου των  ηλίανθων
Accusatif τον  ηλίανθο τους  ηλίανθους
Vocatif ηλίανθε ηλίανθοι
 
Ηλίανθος

ηλίανθος, ilíanthos \iˈli.an.θos\ masculin

  1. (Botanique) Tournesol.
  NODES