Étymologie

modifier
Du grec ancien καλῴδιον, kalôidion, dérivé de κάλως, kálôs (« corde »).

Nom commun

modifier

καλώδιο \ka.ˈlɔ.ði.ɔ\ neutre

  1. Câble.
  2. Fil électrique.
    • το καλώδιο του τηλεφώνου.
      Le fil du téléphone.
    • το καλώδιο του φωτιστικού.
      Le fil de la lampe.


  NODES