καλώδιο
Étymologie
modifierNom commun
modifierκαλώδιο \ka.ˈlɔ.ði.ɔ\ neutre
- Câble.
- Fil électrique.
το καλώδιο του τηλεφώνου.
- Le fil du téléphone.
το καλώδιο του φωτιστικού.
- Le fil de la lampe.
καλώδιο \ka.ˈlɔ.ði.ɔ\ neutre
το καλώδιο του τηλεφώνου.
το καλώδιο του φωτιστικού.