κοροϊδεύω
Étymologie
modifierVerbe
modifierκοροϊδεύω, koroïdévo \ko.ɾoi̯ˈðe.vo\ (voir la conjugaison)
- Se moquer, ridiculiser.
Δεν της άρεσε να πηγαίνει σχολείο επειδή την κοροϊδεύανε.
- Elle n’aime pas aller à l’école parce qu’on se moque d’elle.
- Duper, tromper.
Μπορεί αυτόν να τον κορόϊδεψες, αλλά εγώ είμαι πολύ πιο έξυπνος.
- Tu as pu le duper mais je suis plus intelligent.
Dérivés
modifierRéférences
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κοροϊδεύω)