Étymologie

modifier
Dénominal de κορόιδο (« niais, personne niaise »).

κοροϊδεύω, koroïdévo \ko.ɾoi̯ˈðe.vo\ (voir la conjugaison)

  1. Se moquer, ridiculiser.
    • Δεν της άρεσε να πηγαίνει σχολείο επειδή την κοροϊδεύανε.
      Elle n’aime pas aller à l’école parce qu’on se moque d’elle.
  2. Duper, tromper.
    • Μπορεί αυτόν να τον κορόϊδεψες, αλλά εγώ είμαι πολύ πιο έξυπνος.
      Tu as pu le duper mais je suis plus intelligent.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κοροϊδεύω)
  NODES