Étymologie

modifier
De λεμόνι (« citron »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  λεμονάδα οι  λεμονάδες
Génitif της  λεμονάδας των  λεμονάδων
Accusatif τη(ν)  λεμονάδα τις  λεμονάδες
Vocatif λεμονάδα λεμονάδες

λεμονάδα, lemonáda \le.mɔ.ˈna.ða\ féminin

  1. (Boisson) Limonade.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (λεμονάδα)
  NODES