Étymologie

modifier
Du grec ancien πλαστικός, plastikós.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πλαστικός πλαστική πλαστικό
génitif πλαστικού πλαστικής πλαστικού
accusatif πλαστικό πλαστική πλαστικό
vocatif πλαστικέ πλαστική πλαστικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πλαστικοί πλαστικές πλαστικά
génitif πλαστικών πλαστικών πλαστικών
accusatif πλαστικούς πλαστικές πλαστικά
vocatif πλαστικοί πλαστικές πλαστικά

πλαστικός, plastikós \Prononciation ?\

  1. Plastique.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πλαστικός)

Étymologie

modifier
Mot composé de πλάστης, plástês (« modeleur »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πλαστικός πλαστική πλαστικόν
vocatif πλαστικέ πλαστική πλαστικόν
accusatif πλαστικόν πλαστικήν πλαστικόν
génitif πλαστικοῦ πλαστικῆς πλαστικοῦ
datif πλαστικ πλαστικ πλαστικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πλαστικώ πλαστικά πλαστικώ
vocatif πλαστικώ πλαστικά πλαστικώ
accusatif πλαστικώ πλαστικά πλαστικώ
génitif πλαστικοῖν πλαστικαῖν πλαστικοῖν
datif πλαστικοῖν πλαστικαῖν πλαστικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πλαστικοί πλαστικαί πλαστικά
vocatif πλαστικοί πλαστικαί πλαστικά
accusatif πλαστικούς πλαστικάς πλαστικά
génitif πλαστικῶν πλαστικῶν πλαστικῶν
datif πλαστικοῖς πλαστικαῖς πλαστικοῖς

πλαστικός, plastikós *\Prononciation ?\

  1. Plastique, de modelage.
    • αἱ πλαστικαί τέχναι, les arts plastiques.

Apparentés étymologiques

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier
  NODES
os 3