πλευρά
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πλευρά | οι | πλευρές |
Génitif | της | πλευράς | των | πλευρών |
Accusatif | τη(ν) | πλευρά | τις | πλευρές |
Vocatif | πλευρά | πλευρές |
πλευρά (plevrá) \plɛ.ˈvɾa\ féminin
- (Anatomie) Côte (os).
- Côté.
- (Mathématiques) Côté (d’un triangle ou d’une figure quelconque).
- Κάθε παραλληλόγραμμο έχει τις απέναντι πλευρές παράλληλες.
- Chaque parallélogramme a ses côtés opposés parallèles.
- Κάθε παραλληλόγραμμο έχει τις απέναντι πλευρές παράλληλες.
- (Mathématiques) Côté (d’un triangle ou d’une figure quelconque).