Étymologie

modifier
Du grec byzantin ῥοδάκινον, issu du latin duracinum.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ροδάκινο τα  ροδάκινα
Génitif του  ροδάκινου
ροδακίνου
των  ροδάκινων
ροδακίνων
Accusatif το  ροδάκινο τα  ροδάκινα
Vocatif ροδάκινο ροδάκινα

ροδάκινο, rodákino \ɾoˈða.ci.no\ neutre

  1. (Botanique) Pêche.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ροδάκινο)
  NODES