Étymologie

modifier
Du grec ancien στέμμα, stémma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  στέμμα τα  στέμματα
Génitif του  στέμματος των  στεμμάτων
Accusatif το  στέμμα τα  στέμματα
Vocatif στέμμα στέμματα

στέμμα, stémma \ˈstɛ.ma\ neutre

  1. (Habillement) Couronne.
    • Το βασιλικό στέμμα.
      La couronne royale.
    • Ο διάδοχος του στέμματος.
      L'héritier de la couronne.

Étymologie

modifier
Mot dérivé de στέφω, stéphô (« entourer, ceindre, couronner »), avec le suffixe -μα, -ma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ στέμμα τὰ στέμματα τὼ στέμματε
Vocatif στέμμα στέμματα στέμματε
Accusatif τὸ στέμμα τὰ στέμματα τὼ στέμματε
Génitif τοῦ στέμματος τῶν στεμμάτων τοῖν στεμμάτοιν
Datif τῷ στέμματι τοῖς στέμμασι(ν) τοῖν στεμμάτοιν

στέμμα, stémma *\ˈste.mːa\ neutre

  1. Guirlande.
  2. (Habillement) Couronne, bandeau, bandelette.
  3. (À Rome) Images des ancêtres ornées de couronnes.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  NODES