συγκινώ
Étymologie
modifier- Verbe dérivé de κινώ, kinó (« mouvoir »), avec le préfixe συν-, syn- (« con- ») correspondant au grec ancien συγκινέω, sunkinéô.
Verbe
modifierσυγκινώ, synkinó \siŋɟiˈno\ (voir la conjugaison)
- Émouvoir, toucher.
- Με συγκίνησε πολύ αυτή η ταινία.
- ce film m'a ému.
- Μας συγκίνησε η ανιδιοτέλειά του.
- Son impuissance nous a touché.
- Με συγκίνησε πολύ αυτή η ταινία.
- Intéresser, toucher.
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα κλασσική.
- La musique classique moderne me laisse de marbre.
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα κλασσική.