Étymologie

modifier
De συκόομαι, sukóomai (« engraisser aux figues »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συκωτός συκωτή συκωτόν
vocatif συκωτέ συκωτή συκωτόν
accusatif συκωτόν συκωτήν συκωτόν
génitif συκωτοῦ συκωτῆς συκωτοῦ
datif συκωτ συκωτ συκωτ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif συκωτώ συκωτά συκωτώ
vocatif συκωτώ συκωτά συκωτώ
accusatif συκωτώ συκωτά συκωτώ
génitif συκωτοῖν συκωταῖν συκωτοῖν
datif συκωτοῖν συκωταῖν συκωτοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συκωτοί συκωταί συκωτά
vocatif συκωτοί συκωταί συκωτά
accusatif συκωτούς συκωτάς συκωτά
génitif συκωτῶν συκωτῶν συκωτῶν
datif συκωτοῖς συκωταῖς συκωτοῖς

συκωτός, sukôtós *\Prononciation ?\

  1. Engraissé aux figues.
    • ἧπαρ συκωτόν
      foie d’un animal engraissé aux figues.

Apparentés étymologiques

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier
  • συκωτός, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon
  NODES
os 2