Étymologie

modifier
Du grec ancien.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  τοκετός οι  τοκετοί
Génitif του  τοκετού των  τοκετών
Accusatif τον  τοκετό τους  τοκετούς
Vocatif τοκετέ τοκετοί

τοκετός (toketós) \tɔ.kɛ.ˈtɔs\ masculin

  1. Accouchement.
  NODES