Étymologie

modifier
Mot dérivé de υποχρεώνω, ipokhréono (« obliger »), avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  υποχρέωση οι  υποχρεώσεις
Génitif της  υποχρέωσης
υποχρεώσεως
των  υποχρεώσεων
Accusatif τη(ν)  υποχρέωση τις  υποχρεώσεις
Vocatif υποχρέωση υποχρεώσεις

υποχρέωση, ipokhréosi \i.pɔ.ˈxɾɛ.ɔ.si\ féminin

  1. Obligation.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (υποχρέωση)
  NODES