χέρι
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | χέρι | τα | χέρια |
Génitif | του | χεριού | των | χεριών |
Accusatif | το | χέρι | τα | χέρια |
Vocatif | χέρι | χέρια |
- (Anatomie) Main.
Dérivés
modifier- χεράκι :
- χερακώνω :
- χεριά :
- χεριάζω :
- χερικό :
- χερούκλα :
- χερουλάς :
- χειροκίνητος : manuel
- χερούλι :
- χειροφίλημα : baisemain
- χειρόφρενο : frain à main
- χειρουργική : chirurgie