Étymologie

modifier
Du grec ancien ὄσφρησις, ósphrêsis.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  όσφρηση οι  οσφρήσεις
Génitif της  όσφρησης
οσφρήσεως
των  οσφρήσεων
Accusatif τη(ν)  όσφρηση τις  οσφρήσεις
Vocatif όσφρηση οσφρήσεις

όσφρηση (ósfrisi) \ˈɔ.sfɾi.si\ féminin

  1. Odorat.

Vocabulaire apparenté par le sens

modifier


  NODES