Étymologie

modifier
Du grec ancien ἐλάτη, elátê.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  έλατο τα  έλατα
Génitif του  ελάτου των  ελάτων
Accusatif το  έλατο τα  έλατα
Vocatif έλατο έλατα

έλατο (élato) \ˈɛ.la.tɔ\ neutre

  1. Sapin.
    • το χριστουγεννιάτικο έλατο
      le sapin de Noël.

Dérivés

modifier
  NODES