Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
έλατο
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Nom commun
1.2.1
Dérivés
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
ἐλάτη
,
elátê
.
Nom commun
modifier
Cas
Singulier
Pluriel
Nominatif
το
έλατο
τα
έλατα
Génitif
του
ελάτου
των
ελάτων
Accusatif
το
έλατο
τα
έλατα
Vocatif
έλατο
έλατα
έλατο
(élato)
\ˈɛ.la.tɔ\
neutre
Sapin
.
το χριστουγεννιάτικο
έλατο
le sapin de Noël.
Dérivés
modifier
ελατάκι
ελάτινος
έλατος
ελατοβούνι
ελατόδασος
ελατόξυλο
ελατόπισσα