βοήθεια
Étymologie
modifier- Du grec ancien βοήθεια.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | βοήθεια | οι | βοήθειες |
Génitif | της | βοήθειας | των | βοηθειών |
Accusatif | τη(ν) | βοήθεια | τις | βοήθειες |
Vocatif | βοήθεια | βοήθειες |
βοήθεια (voíthia) \vɔ.ˈi.θi.a\ féminin
- Secours, aide.
- δίνω τη βοήθειά μου
- σπεύδω προς βοήθεια
- καλώ σε βοήθεια
- η βοήθειά τους ήταν σημαντική
- οι φίλοι είναι βοήθεια στις δύσκολες στιγμές
Dérivés
modifierSynonymes
modifierAntonymes
modifierInterjection
modifierβοήθεια (voíthia) \vɔ.ˈi.θi.a\
- Au secours, à l’aide
- κλέφτες, βοήθεια!
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | βοήθεια | αἱ | βοηθειαι | τὼ | βοήθεια |
Vocatif | βοήθεια | βοηθειαι | βοήθεια | |||
Accusatif | τὴν | βοήθειαν | τὰς | βοήθειας | τὼ | βοήθεια |
Génitif | τῆς | βοήθειας | τῶν | [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] | τοῖν | βοήθειαιν |
Datif | τῇ | βοήθειᾳ | ταῖς | βοήθειαις | τοῖν | βοήθειαιν |
βοήθεια, boếtheia *\bo.ˈɛː.tʰeː.a\
- Aide, assistance.
Références
modifier- « βοήθεια », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage