Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
γερμανικός
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.2.1
Dérivés
Grec
modifier
Étymologie
modifier
→ voir
Γερμανία
et
-ικός
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
γερμανικ
ός
γερμανικ
ή
γερμανικ
ό
génitif
γερμανικ
ού
γερμανικ
ής
γερμανικ
ού
accusatif
γερμανικ
ό
γερμανικ
ή
γερμανικ
ό
vocatif
γερμανικ
έ
γερμανικ
ή
γερμανικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
γερμανικ
οί
γερμανικ
ές
γερμανικ
ά
génitif
γερμανικ
ών
γερμανικ
ών
γερμανικ
ών
accusatif
γερμανικ
ούς
γερμανικ
ές
γερμανικ
ά
vocatif
γερμανικ
οί
γερμανικ
ές
γερμανικ
ά
γερμανικός
(yermanikós)
\ʝɛɾ.ma.ni.ˈkɔs\
Allemand
.
Dérivés
modifier
γερμανικός ποιμενικός
(berger allemand)