Étymologie

modifier
Dérivé de πέος.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πεολειξία οι  πεολειξίες
Génitif της  πεολειξίας των  πεολειξιών
Accusatif τη(ν)  πεολειξία τις  πεολειξίες
Vocatif πεολειξία πεολειξίες
 
Πεολειξία

πεολειξία (peolixía) \pɛ.ɔ.li.ˈksi.a\ féminin

  1. Fellation.

Voir aussi

modifier


  NODES