Étymologie

modifier
Du grec ancien σελίς, selís

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σελίδα οι  σελίδες
Génitif της  σελίδας των  σελίδων
Accusatif τη(ν)  σελίδα τις  σελίδες
Vocatif σελίδα σελίδες

σελίδα, selída \sɛ.ˈli.ða\ féminin

  1. Page, face d'une feuille de papier.
    • Πύκνωσε τα γράμματα για να χωρέσει το κείμενο σε μία σελίδα.
      Resserrez les lettres pour que le texte tienne sur la page.
    • γυρίζω σελίδα
      tourner la page, passer à autre chose.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σελίδα)
  NODES