Étymologie

modifier
Du grec ancien φθινόπωρον, phthinópōron.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  φθινόπωρο τα  φθινόπωρα
Génitif του  φθινοπώρου των  φθινοπώρων
Accusatif το  φθινόπωρο τα  φθινόπωρα
Vocatif φθινόπωρο φθινόπωρα

φθινόπωρο (fthinóporo) \fθiˈno.po.ɾo\ neutre

  1. Automne.


  NODES