αργά
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ᾱ̓ργός (ārgós, „inactiv, încet, leneș”).
Pronunție
- AFI: /aɾˈɣa/
Adverb
αργά (argá)
Sinonime
- αβίαστα, αγάλι, αγάλια, αγάλια αγάλια, άνετα, βαθμηδόν, βήμα βήμα, ήρεμα, κρατητά, με το πάσο, με το τέμπο, σιγά, σιγά σιγά, σκαλί σκαλί
Antonime
Cuvinte apropiate
Adverb
αργά (argá)